παπαδιά

παπαδιά
η, ΝΜ
η σύζυγος τού παπά, η πρεσβυτέρα
νεοελλ.
μτφ.
1. σεμνότυφη γυναίκα
2. είδος παιχνιδιού
3. ναυτ. α) το εξωτερικό επίπεδο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου, πάνω στο οποίο γράφεται το όνομα τού σκάφους καθώς και το λιμάνι και ο αριθμός νηολογίου του
β) ο οίαξ, το δοιάκι
4. μαστίγιο ή ραβδί ή βέργα για την τιμωρία άτακτων παιδιών
5. ζωολ. κοινή ονομασία τού ξηροβατικού πτηνού αιγίθαλος, αλλ. παπαδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς + κατάλ. -αδιά (πρβλ. μουσαμ-αδιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παπαδιά — η 1. η σύζυγος του παπά, αλλ. πρεσβυτέρα. 2. είδος παιδικού ομαδικού παιχνιδιού. 3. ραβδί για την τιμωρία των άτακτων παιδιών. 4. το τιμόνι κάθε πλεούμενου, αλλ. δοιάκι και λαγουδέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • попадья — укр. попадя, блр. попадзя, др. русск. пападïɪа, попадья (Илья Новгор., Кирик, Новгор. 1 летоп.; см. Срезн. II, 1188). Из греч. παπαδιά – то же от παπᾶς священник ; см. Штрекель 48; Фасмер, ЖСт. 15, 3, 51; Гр. сл. эт. 156 и сл.; Корш, Сборн. 78,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • καλοπαπαδιά — καλοπαπαδιά, ἡ (Μ) (με ειρωνική διάθ.) καλή παπαδιά …   Dictionary of Greek

  • κερνώ — και άω (ΑΜ κερνῶ, όω, Μ και κερνῶ, άω) προσφέρω κάτι από φιλοφρόνηση, φιλεύω, φιλοδωρίζω («μάς κέρασε τα εισιτήρια») νεοελλ. παροιμ. α) «Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει» γι αυτούς που ενεργούν αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα β) «κέρνα,… …   Dictionary of Greek

  • μουσαμαδιά — η αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ ες τού μουσαμάς + κατάλ. ιά (πρβλ. παπάδες: παπαδιά)] …   Dictionary of Greek

  • νέθω — 1. γνέθω, κλώθω 2. παροιμ. «νέθει, νέθ η παπαδιά κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για άτομα οκνηρά και ανίκανα για κάποιο έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε με συμφυρμό τών λ. νέω και νήθω (πρβλ. γνέθω)] …   Dictionary of Greek

  • ξαίνω — (ΑΜ ξαίνω) (σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να τό καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για εκείνους που …   Dictionary of Greek

  • πρεσβύτερος — η και έρα, ο / πρεσβύτερος, έρα, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, ίδος, Α [πρέσβυς] 1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που… …   Dictionary of Greek

  • ρούσος — α, ο / ῥούσιος, ον, ΝΜΑ, και ρούσσος Ν, και ῥουσαῑος ΜΑ και ῥού(σ)σεος και ῥώσεος και ῥόσεος Α (κυρίως για το χρώμα τών μαλλιών) κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος (α. «ρούσα παπαδιά» β. «ποια ναι η άσπρη, ποια ναι η ρούσα») μσν. αρχ. «οἱ ρούσιοι» οι… …   Dictionary of Greek

  • σιγανοπαπαδιά — και σιγαλοπαπαδιά, η, Ν 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που υποκρίνεται τον φρόνιμο, τον αγαθό και καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι ύπουλος, πανούργος και μοχθηρός 2. άτομο που παριστάνει τον δυστυχισμένο και ανυπεράσπιστο, ενώ στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”